- ωμοβόειος
- -εία, -ον, και ιων. τ. ὠμοβόεος, -έη, -ον, και ὠμοβόϊνος, -ΐνη, -ον, και ὠμοβόϊος, -ΐα, -ον, Α1. κατασκευασμένος από ακατέργαστο δέρμα βοδιού («ἀσπίδας... ὠμοβοΐνας», Ηρόδ.)2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὠμοβοέη(ενν. δορά) ακατέργαστο δέρμα βοδιού3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠμοβόειονωμό βοδινό κρέας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + βόειος/ βόϊ(ν)ος (< βοῦς, βοός)].
Dictionary of Greek. 2013.